Saturday 24 February 2007

Στο βάθος των ματιών σου..


Στο βάθος των ματιών σου, εκεί που πέυκα ξαγρυπνούν,
θαρρώ πως βλέπω τη σκιά μου μαζί με αστέρια, να μιλούν.
Σε παίρνει αγκαλιά στο δάκρυ, ερωτικά κι όταν γελάς,
και σαν το άστρο τη ρωτήσει, "ανάσα μου είναι κι έρωτας".
Κι όταν η κόρη ανατέλλει και τ'άστρα παν να κοιμηθούν,
τον κόσμο μου έρχεσαι να λάμψεις, χαμόγελα να σκορπιστούν.
Και σαν πλαγιάσουμε θα έρθεις, σκιά θα γίνεις τώρα εσύ,
μεσ'τους κορμούς των δυο ματιών μου, με τ'άστρα να συναντηθεί...
"@gke"

Night 27/7/04..



περπατώ και κάθομαι..

τα άσπρα ρούχα που φοράς
αέρινη σε κάνουν
να βγαίνεις από τις δάφνες των ονείρων,
με κίνηση άπιαστη - που τα όντα της γης
κρυμένα πίσω από θάμνους και χορταρικά θαυμάζουν-
γεμίζεις τα ποτήρια με κόκκινο κρασί.

τα μαργαριτάρια της θλίψης
σκορπάνε πάνω στο τραπέζι,
και η οδός που έψαχνα
σβήνει στο χάρτη,
γιατί ήδη άρχισε να χαράζει μέσα μου
τις πλακόστρωτες σκέψεις ..μου

σκέψεις δικές μου? όχι βέβαια.
η σκέψη είναι ελεύθερη και δεν ανήκει σε κανέναν,
πάντα υπάρχουν οι πριν, από εμάς για να σκεφτούν,
και εμείς και οι μετέπειτα που θα ζωντανέψουν ξανά
τις πράξεις αυτές των δικών μας παραστάσεων,
χτυπόντας στο πάλκο τα πόδια του μυαλου
πότε δυνατά και πότε ανάλαφρα.

το ταξίδι μεσοπέλαγα είναι μοναχικά όμορφο
και η συνείδηση πιο φωτεινή από ποτέ
ωριμάζεις με τη ρότα
σαν τα ίστια που γεύονται το μαστίγιο της θαλάσσης.
αλλά έρχεται η ώρα που τα πανιά πρέπει να αλλαχτούν
για να συνεχίσεις,
εκεί πιάνεις λιμάνι για να ξεκουραστείς.

και το λιμάνι.. αχ το λιμάνι είναι τόσο μαγικό
κατάρες και ευχές, όνειρα και ξημερώματα
στοιχείωνουν το περιπατητή του.
από τις ελπίδες και τα στραπάτσα,
τις γυναίκες και τις γεύσεις λυπημένων ματιών
αναζητά να διαβεί μονοπάτια που να αγγίζουν...ο περιπατητής..
....λιμάνι μαγικό..

ότι και να βρεις όμως
τα πανιά δε θα ξεχάσεις να φτιάξεις
γιατί το ταξίδι είναι το νερό. που κυλά, που μένει σταθερό.
θέλεις να δεις ξανα τα χρώματα που παίρνει η θάλασσα
στον γύρο του ήλιου, και αναζητάς αυτά που δεν είδες πριν.
στο γύρο της σελήνης να ακούσεις ξανά και ξανά τι σου φωνάζουν
τα βυθισμέμα πλοία.
στο υδάτινο βασίλειο της ζωής.

και τα αστέρια αυτά τα δυνατά σημάδια
θα είναι πάντα μαζί σου, σε όποια γωνιά κι αν πας,
θα σου γνέφουν
και τότε η αλμύρα θα μαζέψει τα νύχια της
και ο νους δε θα είναι πια δραπέτης αλλά λεύτερος,

δε μπορείς να ξεφύγεις, δε θέλεις να χαθείς
γιατί ξέρεις ότι οι λευκες σελίδες δακρύων,
διαβάζονται και ακουμπούν τις σελίδες του βιβλίου εκείνου
που ξεκινάει με τη λέξη τέλος..

σηκώνω το ποτήρι που με κέρασες και πίνω,
σε κοιτώ που γέλασες κλεφτά.
τι έχεις βάλει μέσα..?

νυχτερινές διαδρομές άνοιξαν το κεφάλι μου...

Friday 9 February 2007

Nikos Xilouris


Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου,
Ο ουρανός δικός μου, η θάλασσα στα μέτρα μου.

Πώς να με κάνουν να τον δω τον ήλιο μ' άλλα μάτια,
Στα ηλιοσκαλοπάτια μ' έμαθε η μάνα μου να ζω.

Στου βούρκου μέσα τα νερά ποια γλώσσα μου μιλάνε,
αυτοί που μου ζητάνε, να χαμηλώσω τα φτερά.

Eisai sigouros..?

Thursday 8 February 2007

Sunday, Bloody Sunday - Gate 7, 8/2/1981


Thursday 1 February 2007

Nikos Kavvadias - Esmeralda, Armida


ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Cabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κ' ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.


ΑΡΜΙΔΑ
Το πειρατικό του Captain Jimmy,
που μ' αυτό θα φύγετε και σεις,
είναι φορτωμένο με χασίς
κ' έχει τα φανάρια του στην πρύμη.

Μήνες τώρα που 'χουμε κινήσει
και με τη βοήθεια του καιρού
όσο να πάμε στο Περού
το φορτίο θα το έχουμε καπνίσει.

Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά,
ένας γέρος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι.

Μπουκαπόρτες άδειες σκοτεινές,
- που να ξοδεύτηκαν τόννοι χίλιοι;
Μας προσμένουν πίπες αδειανές
και τελωνοφύλακες στο Τσίλι.

Ξεχασμένο τ' άστρο του Βορρά,
οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες.
Πάνω στις σκαλιέρες σε σειρά
δώδεκα σειρήνες κρεμασμένες.

Η πλωριά Γοργόνα μια βραδιά
πήδησε στον πόντο μεθυσμένη,
δίπλα της γλιστρούσαν συνοδιά
του Κολόμβου οι πέντε κολασμένοι.

Κ' έπειτα στις ξέρες του Ακορά
τσούρμο τ' άγριο κύμα να μας βγάλει
τέρατα βαμμένα πορφυρά
με φτερούγες γλάρων στο κεφάλι.